anima

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anima (it)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anima < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (φυσάω, πνέω) (συγγενές με την αρχαία ελληνική ἄνεμος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anima (la) θηλυκό

  1. άνεμος
  2. αέρας
  3. αναπνοή
  4. πνεύμα
  5. ψυχή, ζωή
     συνώνυμα: cor (la), animus (la)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική anima animae
γενική animae animārum
δοτική animae animīs
αιτιατική animam animās
κλητική anima animae
αφαιρετική animā animīs
(α' κλίση)