oolite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
oolite oolites

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oolite (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • → δείτε τη λέξη oolithe