oolite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
oolite | oolites |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oolite (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- → δείτε τη λέξη oolithe
ενικός | πληθυντικός |
oolite | oolites |
oolite (fr) αρσενικό ή θηλυκό