ovoce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ovoce < πρωτοσλαβική ovotje

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ovoce (pl) ουδέτερο

  1. (βοτανική) ο καρπός
  2. (φρούτο) το φρούτο
  3. (μεταφορικά) το προϊόν, το αποτέλεσμα (των ενεργειών μας)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]