nevo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nevo (ia)

  • ελιά (κηλίδα του δέρματος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nevo (it)

  • ελιά (κηλίδα του δέρματος)