mise en examen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mise en examen → δείτε τις λέξεις mise, en και examen

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
mise en examen mises en examen

mise en examen (fr) θηλυκό