Bein

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: bein
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Bein die Beine
γενική des Beins
Beines
der Beine
δοτική dem Bein
Beine
den Beinen
αιτιατική das Bein die Beine

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bein < συγγενές με το αγγλικό bone ("κόκκαλο")

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /baɪ̯n/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Bein (de) ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • Lügen haben kurze Beine. - Τα ψέματα έχουν κοντά ποδάρια.

Σύνθετα

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bein αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bein < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bein αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bein < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bein αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]