Bein
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Bein | die | Beine |
γενική | des | Beins Beines |
der | Beine |
δοτική | dem | Bein Beine |
den | Beinen |
αιτιατική | das | Bein | die | Beine |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Bein < συγγενές με το αγγλικό bone ("κόκκαλο")
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Bein (de) ουδέτερο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- Lügen haben kurze Beine. - Τα ψέματα έχουν κοντά ποδάρια.
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Bein αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Bein < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Bein αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Bein < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Bein αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)