MS

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
MS: → δείτε στους ορισμούς 

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

MS (en) αρκτικόλεξο

  1. άλλη γραφή του ms (πληθυντικός: mss / MSS)
    manuscript: χφ, χειρόγραφο
  2. (Microsoft) αμερικανική πολυεθνική εταιρεία τεχνολογίας ιδρυθήσα το 1975
    < Microsoft

Παράγωγα

[επεξεργασία]

για τη Microsoft:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • MS στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)