ML
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ML < Markup Language
- ML < Machine Learning
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ML (en) αρκτικόλεξο
- (λογισμικό) συντομογραφία του markup language
- (πληροφορική) συντομογραφία του machine learning
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ML στη Βικιπαίδεια
- ML στην αγγλική Βικιπαίδεια