ML

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ML < Markup Language
ML < Machine Learning

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

ML (en) αρκτικόλεξο

  1. (λογισμικό) συντομογραφία του markup language
  2. (πληροφορική) συντομογραφία του machine learning

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • ML στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια