stempel
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά
(pl)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
stempel
(pl)
αρσενικό
η
σφραγίδα
≈
συνώνυμα
:
pieczątka
(
αρχιτεκτονική
) η
κολώνα
, η δοκός στήριξης
Κατηγορίες
:
Πολωνική γλώσσα
Ουσιαστικά (πολωνικά)
Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
Αρχιτεκτονική (πολωνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Limburgs
Malagasy
Nederlands
Polski
Русский
Sängö
Tiếng Việt