sense

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sense senses

sense (en)

  1. (μόνο ενικός) το αίσθημα, η αίσθηση, η συναίσθηση, μια αντίληψη για κάτι· η ικανότητα να κρίνω κάτι
    ⮡  He has a sense of humor.
    Έχει αίσθημα χιούμορ.
    ⮡  I have no sense of direction.
    Δεν έχω αίσθημα προσανατολισμού.
    ⮡  He seemed to have no sense of the danger.
    Φαινόταν να μην έχει αίσθηση του κινδύνου.
    ⮡  He has lost sense of reality.
    Έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας.
    ⮡  He has no sense of beauty/time.
    Δεν έχει αίσθηση/συναίσθηση του ωραίου/του χρόνου.
    ⮡  He remains sober even when everyone around him loses all sense of control.
    Παραμένει νηφάλιος ακόμη και όταν όλοι γύρω του χάνουν κάθε έλεγχο της λογικής.
  2. (μη μετρήσιμο) το νόημα, η εξυπνάδα, λογικός, καλή κατανόηση και κρίση· η γνώση του τι είναι λογική ή πρακτική συμπεριφορά
    ⮡  What’s the sense in going?
    Τι νόημα έχει να πάμε;
    ⮡  There’s no sense in continuing the fight.
    Δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε τον αγώνα.
    ⮡  If you had the sense to accept their offer…
    Αν είχες την εξυπνάδα να δεχτείς την προφορά τους…
    ⮡  There’s a lot of sense in what he says.
    Είναι πολύ λογικά αυτά που λέει.
  3. η έννοια, το νόημα, η λογική, η σημασία που έχει μια λέξη ή φράση· ένας τρόπος να καταλάβω κάτι
    ⮡  a word with several senses - μια λέξη με πολλές έννοιες/σημασίες
    ⮡  the sense of a word - το νόημα μιας λέξης
    ⮡  in the broadest sense of the word - με την πιο πλατιά έννοια της λέξης
    ⮡  in the strict sense of the word - με τη στενή/την αυστηρή έννοια της λέξης
    ⮡  There’s no sense in what you’re saying.
    Δεν υπάρχει λογική σ' αυτά που λέει.
    ⮡  He is an idiot in every sense of the word.
    Είναι ένας βλάκας με όλη τη σημασία της λέξης.
    ⮡  What you say is true in a sense.
    Αυτά που λες είναι αλήθεια κατά μία άποψη.
    ⮡  in the literal sense - στην κυριολεξία
     συνώνυμα:  meaning και use
  4. η αίσθηση, η λειτουργία του οργανισμού με την οποία προσλαμβάνονται τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος (όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση)
    ⮡  the five senses - οι πέντε αισθήσεις
    ⮡  I have a keen sense of hearing/smell.
    Έχω οξεία ακοή/όσφρηση.
  5. το αίσθημα, η αίσθηση, η συναίσθηση, ένα συναίσθημα για κάτι σημαντικό
    ⮡  He got the sense that his presence was unwelcome.
    Είχε το αίσθημα ότι η παρουσία του ήταν ανεπιθύμητη.
    ⮡  I’m getting the sense that you’re telling me lies.
    Έχω την αίσθηση ότι μου λες ψέματα.
    ⮡  She has a sense of responsibility.
    Έχει αίσθημα/συναίσθηση ευθύνης.
    ⮡  He has no sense of shame.
    Δεν έχει συναίσθημα ντροπής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη feeling
  6. (μόνο πληθυντικός) τα λογικά, μια φυσιολογική ψυχική κατάσταση· η ικανότητα να σκέφτεται καθαρά
    ⮡  He’s coming to his senses.
    Έρχεται στα λογικά του.
    ⮡  You brought him to his senses
    Τον έφερες στα λογικά του.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας sense
γ΄ ενικό ενεστώτα senses
αόριστος sensed
παθητική μετοχή sensed
ενεργητική μετοχή sensing

sense (en)

  • έχω το αίσθημα, διαισθάνομαι, αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι κάτι παρόλο που δεν μπορώ να το δω, να το ακούσω κτλ.
    ⮡  He sensed that his presence what unwelcome.
    Διαισθάνθηκε/Είχε το αίσθημα ότι η παρουσία του ήταν ανεπιθύμητη.
    ⮡  I sense danger.
    Αισθάνομαι κίνδυνο.
     συνώνυμα: feel