on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]on (en) (χωρίς παραθετικά)
- χρησιμοποιείται για κάτι που είναι συνδεδεμένο ή λειτουργεί
- ↪ I am turning the tap on.
- Ανοίγω τη βρύση.
- ↪ I turn the light/the radio on.
- Ανοίγω το φως/το ράδιο.
- ↪ I am turning the tap on.
- πέρα, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι κινείται ή στέλνεται προς τα εμπρός
- ↪ From now on you will be continuing by yourselves.
- Από δω και πέρα θα συνεχίσετε μόνοι σας.
- ↪ From now on you will be continuing by yourselves.
Πρόθεση
[επεξεργασία]on (en)
- σε, πάνω σε, σε θέση που καλύπτει, αγγίζει ή αποτελεί μέρος μιας επιφάνειας
- ↪ The picture is on the wall.
- Η εικόνα είναι στον/πάνω στον τοίχο.
- ↪ My glass is on the table.
- Το ποτήρι μου είναι στο τραπέζι.
- ↪ There’s a stain on your shirt.
- Υπάρχει ένας λεκές στο πουκάμισό σου.
- ↪ The leaf is on the tree.
- Το φύλλο είναι στο δέντρο.
- ↪ He knocked on the door.
- Χτύπησε την πόρτα.
- ↪ The picture is on the wall.
- πάνω (σε), καταπάνω, υποστηρίζεται από κάποιον ή κάτι
- σε, με, χρησιμοποιείται να δείξει ένα μέσο μεταφοράς
- ↪ I am on the plane.
- Είμαι στο αεροπλάνο.
- ↪ I came on my bike.
- Ήρθα με το ποδήλατό μου.
- ↪ I am on the plane.
- σε, μέσω κάτι
- ↪ I am talking on the phone right now.
- Αυτή τη στιγμή μιλάω στο τηλέφωνο.
- ↪ I am talking on the phone right now.
- χρησιμοποιείται να δηλώσει μια ημέρα ή ημερομηνία
- ↪ I am leaving on Sunday.
- Φεύγω την Κυριακή.
- ↪ On Monday we went to a concert.
- Τη Δευτέρα πήγαμε σε μια συναυλία.
- ↪ I am leaving on Sunday.
- πάνω, χρησιμοποιείται να περιγράψει μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση
- ↪ He fell asleep on the job.
- Αποκοιμήθηκε πάνω στη δουλειά του.
- ↪ He fell asleep on the job.
- σε, κατά, χρησιμοποιείται να δείξει κατεύθυνση
- ↪ It is on your right/left.
- Είναι στα δεξιά/αριστερά σου.
- ↪ He turned his cannons on the castle.
- Έστρεψε τα κανόνια του κατά του κάστρου.
- ↪ It is on your right/left.
- σε, μέσα σε, σε ή κοντά σε ένα μέρος
- ↪ The restaurant is on the main road.
- Το εστιατόριο είναι στον/μέσα στον κεντρικό δρόμο.
- ↪ All speculation about life on Mars…
- Όλες οι υποθέσεις για ζωή στον Άρη…
- ↪ The restaurant is on the main road.
- σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη βάση ή τον λόγο για κάτι
- ↪ Your suspicions are based on guesswork.
- Οι υποψίες σου βασίζονται σε υποθέσεις.
- ↪ On the assumption that…
- Με της υπόθεση ότι…
- ↪ Your suspicions are based on guesswork.
- πάνω σε, αναφορικά, σχετικά με κάποιον ή κάτι
- με, που πληρώνεται από κάτι
- ↪ I live on my salary/my pension/my income.
- Ζω με το μισθό μου/τη σύνταξή μου/το εισόδημά μου.
- ↪ How do you make ends meet on 400 euros a month?
- Πώς τα φέρνεις βόλτα με 400 ευρώ το μήνα;
- ↪ I live on my salary/my pension/my income.
- πάνω, που μεταφέρεται από κάποιον, στην κατοχή κάποιου
- ↪ Do you have a phone on you?
- Έχεις κινητό πάνω σου;
- ↪ Do you keep money on you?
- Κρατάς πάνω σου λεφτά;
- ↪ Do you have a phone on you?
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κατηγορία:Phrasal verbs με το on (αγγλικά)
- Λήμματα με τον όρο 'on' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές
[επεξεργασία]- on (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- on (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 71, 315. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανοίγω, (ε)πάνω
Αζεριανά (az)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]on (az)
Βασκικά (eu)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]on (eu)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]on (fr)
- (προσωπική αντωνυμία) γ' ενικού προσώπου
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]on (ca)
- πού;
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]on (pl) αρσενικό
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]on (sr)
- λατινική γραφή του он
Σερβοκροατικά (sh)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]on (sh)
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]on (tr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Τουρκμενικά (tk)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]on
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]on (cs)
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]on (fi)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επιρρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επιρρήματα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Προθέσεις (αγγλικά)
- Αζεριανή γλώσσα
- Αριθμητικά (αζεριανά)
- Βασκική γλώσσα
- Επίθετα (βασκικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Αντωνυμίες (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Προσωπικές αντωνυμίες (γαλλικά)
- Οικείοι όροι (γαλλικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Επιρρήματα (καταλανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Αντωνυμίες (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Σερβική γλώσσα - λατινικό αλφάβητο
- Αντωνυμίες (σερβικά-λατινικό αλφάβητο)
- Σερβοκροατική γλώσσα
- Αντωνυμίες (σερβοκροατικά)
- Αντίστροφο λεξικό (σερβοκροατικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Αριθμητικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Τουρκμενική γλώσσα
- Αριθμητικά (τουρκμενικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (τσεχικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Αντωνυμίες (τσεχικά)
- Ρηματικοί τύποι (φινλανδικά)