cover-up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cover-up | cover-ups |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cover-up (en)
- η συγκάλυψη, μια ενέργεια που γίνεται για να κρύψει ένα λάθος ή μια παράνομη δραστηριότητα από το κοινό
- ⮡ the cover-up of the Watergate scandal - η συγκάλυψη του σκανδάλου Γουώτεργκαίητ
Πηγές
[επεξεργασία]- cover-up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 829. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκάληψη