as
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]as (en)
- (as…as…) τόσο…όσο…, όσο, ως εκεί που, χρησιμοποιείται για τη σύγκριση δύο ανθρώπων ή πραγμάτων ή δύο καταστάσεων
- ↪ He is as tall as Paul.
- Είναι τόσο ψηλός όσο Παύλος.
- ↪ He came as soon as he could.
- Αυτός ήρθε όσο πιο σύντομα μπόρεσε.
- ↪ as near as/as high as - όσο κοντά/ψηλά
- ↪ Go as far as you can.
- Πήγαινε όσο μακριά μπορείς.
- ↪ I only go into the sea as far as I touch the bottom.
- Στη θάλασσα μπαίνω μόνο ως εκεί που πατώνω.
- ↪ He is as tall as Paul.
- όπως, όσο, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο
- ↪ He came out of the hospital cured and healthy as before.
- Βγήκε από το νοσοκομείο θεραπευμένος και υγιής όπως πριν.
- ↪ She was beautiful as ever.
- Ήταν όμορφη όσο ποτέ άλλοτε.
- ↪ He came out of the hospital cured and healthy as before.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]as (en)
- ως, σαν, με, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που φαίνεται να είναι κάποιος ή κάτι άλλο
- ↪ He presented himself as the owner of the property, without really being so.
- Παρουσιάστηκε ως νοικοκύρης του κτήματος, χωρίς πράγματι να είναι.
- ↪ He depicted him to us as wise/crazy.
- Μας τον παρέστησε ως σοφό/τρελό.
- ↪ It shines as the sun.
- Λάμπει σαν τον ήλιο.
- ↪ She loves him as her brother.
- Tον αγαπάει σαν αδελφό της.
- ↪ He has the voice as that of a nightingale.
- Έχει φωνή σαν του αηδονιού.
- ↪ He is the same as his father.
- Είναι ίδιος με τον πατέρα του.
- ≈ συνώνυμα: like
- ↪ He presented himself as the owner of the property, without really being so.
- ως, σαν, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το γεγονός ότι κάποιος ή κάτι έχει μια συγκεκριμένη δουλειά, λειτουργία ή ρόλο
- ↪ Kostas served as an officer.
- Ο Kώστας υπηρέτησε ως αξιωματικός.
- ↪ Greece was recognized as an independent state.
- Aναγνωρίστηκε η Ελλάδα (ως) ανεξάρτητο κράτος.
- ↪ His contribution as a retiree is reduced.
- H εισφορά του ως συνταξιούχου είναι μειωμένη.
- ↪ This room is used by us as storage.
- Aυτό το δωμάτιο το χρησιμοποιούμε ως αποθήκη.
- ↪ As mayor he did a lot of projects.
- Ως δήμαρχος έκανε πολλά έργα.
- ↪ Peter’s responsibilities as manager are enormous.
- Οι ευθύνες του Πέτρου ως διευθυντή είναι τεράστιες.
- ↪ He died as a true hero.
- Πέθανε σαν αληθινός ήρωας.
- ↪ I am speaking to you as a friend.
- Σου μιλώ σαν φίλος.
- ↪ As a priest he also had other duties.
- Σαν παπάς είχε και άλλα καθήκοντα.
- ↪ He said some words at the beginning as an introduction.
- Είπε μερικά λόγια στην αρχή σαν εισαγωγή.
- ↪ Kostas served as an officer.
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]as (en)
- όπως, καθώς, όταν, εκεί που, σαν, ενώ κάτι άλλο συμβαίνει
- ↪ Right, as you enter, is his office.
- Δεξιά, όπως/καθώς μπαίνεις, είναι το γραφείο του.
- ↪ Yesterday, as I was going to work, I was thinking about what present to get them.
- Χθες, όπως πήγαινα στη δουλειά, σκεφτόμουν τι δώρο να τους πάρω.
- ↪ As she went up the stairs, she became dizzy.
- Όπως ανέβαινε τη σκάλα, της ήρθε μια ζάλη.
- ↪ As she saw him, she cried out with joy.
- Όταν τον είδε, ξεφώνισε από χαρά.
- ↪ Suddenly, as we were getting ready, a torrential downpour started.
- Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόμαστε, άρχισε μία καταρρακτώδης βροχή.
- ↪ As I saw him coming…
- Σαν τον είδα να έρχεται…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον σύνδεσμο when
- ↪ Right, as you enter, is his office.
- όπως, καθώς, με τον τρόπο που
- ↪ Write as I do.
- Γράψε όπως εγώ.
- ↪ As you are standing, in front is a park and behind an old building.
- Όπως στέκεσαι, μπροστά είναι ένα πάρκο και πίσω ένα παλιό κτίριο.
- ↪ Do as I tell you.
- Κάνε καθώς σου λέω.
- ↪ They carry with them, as is usual, a basket with breakfast.
- Κουβαλούν μαζί τους, καθώς συνηθίζεται, κι ένα καλαθάκι με το πρόγευμα.
- ↪ As I hear, they won’t be long.
- Καθώς ακούω, δεν πρόκειται να αργήσουν.
- ↪ Write as I do.
- καθώς, γιατί, αφού, σαν, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον λόγο για κάτι
- ↪ He wore his best, as it suited the occasion.
- Φόρεσε τα καλά του, καθώς ταίριαζε στην περίπτωση.
- ↪ He left as he was ill.
- Έφυγε γιατί ήταν άρρωστος.
- ↪ As you are not ready, I will go alone.
- Αφού δεν είσαι έτοιμος, θα πάω μόνος.
- ↪ As you have no money, why are you asking how much it is?
- Σαν δεν έχεις χρήματα τι ρωτάς πόσο κάνει;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον σύνδεσμο because
- ↪ He wore his best, as it suited the occasion.
- όπως, καθώς, χρησιμοποιείται για να προσθέσω πληροφορίες σχετικά με αυτό που μόλις είπα
- ↪ Plato, as you all know, was…
- Ο Πλάτωνας, όπως γνωρίζετε όλοι, ήταν…
- ↪ As I mentioned above…
- Καθώς ανάφερα παραπάνω…
- ↪ Plato, as you all know, was…
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- as (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- as (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- as (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 149, 635, 778, 884. ISBN 9780194325684., λήμμα: αφού, όσο, σαν, τόσος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
as | as |
as (fr) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Άρθρο
[επεξεργασία]as (pt) θηλυκό