Category:Greek deponent verbs
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek verbs that have active meanings but are not conjugated in the active voice.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek deponent verbs"
The following 200 pages are in this category, out of 260 total.
(previous page) (next page)Α
- αβροδιαιτώμαι
- αγάλλομαι
- αγγελιάζομαι
- αγγλοκρατούμαι
- αγωνίζομαι
- αθλούμαι
- αιδούμαι
- αισθάνομαι
- αισχύνομαι
- αιτιάζομαι
- αιτιώμαι
- αιωρούμαι
- ακκίζομαι
- ακροάζομαι
- ακροώμαι
- ακροβολίζομαι
- αλαζονεύομαι
- αλληλοαπάγομαι
- αλληλοβοηθιέμαι
- αλληλοβοηθούμαι
- αλληλοβρίζομαι
- αλληλοκατηγορούμαι
- αλληλοκοιτάζομαι
- αλληλοπαντρεύομαι
- αλληλοσκοτώνομαι
- αλληλοσπαράζομαι
- αλληλοσυγκρούομαι
- αλληλοσυμπληρώνομαι
- αλληλοτρώγομαι
- αλληλοϋποστηρίζομαι
- αμύνομαι
- αμερικανοκρατούμαι
- αμιλλώμαι
- αμφιταλαντεύομαι
- ανέρχομαι
- ανέχομαι
- αναγλείφομαι
- αναδέχομαι
- αναδύομαι
- αναθυμάμαι
- αναθυμούμαι
- ανακάθομαι
- ανακλαδίζομαι
- αναλογίζομαι
- ανανογιέμαι
- αναρριχώμαι
- αναρριχιέμαι
- αναρχούμαι
- αναρωτιέμαι
- ανασπάζομαι
- αναφύομαι
- αναφαίνομαι
- ανδροκρατούμαι
- ανθίσταμαι
- αντίκειμαι
- ανταγωνίζομαι
- ανταπεξέρχομαι
- ανταποκρίνομαι
- αντεύχομαι
- αντεγγυώμαι
- αντεκδικούμαι
- αντενδείκνυμαι
- αντεπεξέρχομαι
- αντεπιτίθεμαι
- αντιλαμβάνομαι
- αντιμάχομαι
- αντιμετριέμαι
- αντιμετριούμαι
- αντιμετρούμαι
- αντιπαρέρχομαι
- αντιποιούμαι
- αντιπολιτεύομαι
- αντιστέκομαι
- αντιστρατεύομαι
- αντροκρατούμαι
- απέρχομαι
- απαρνιέμαι
- απαρνούμαι
- απεύχομαι
- απεκδύομαι
- απεργάζομαι
- απεχθάνομαι
- απογίνομαι
- αποδέχομαι
- αποδύομαι
- αποθαλασσώνομαι
- αποκοιμάμαι
- αποκοιμιέμαι
- αποκοιμούμαι
- αποκρίνομαι
- αποκραίνομαι
- απολογούμαι
- απομιμούμαι
- αποπειρώμαι
- αποποιούμαι
- αποστασιοποιούμαι
- αποφαίνομαι
- αποχρέμπτομαι
- άπτομαι
- αρνιέμαι
- αρνιούμαι
- αρνούμαι
- άρχομαι
- αρχοντοπιάνομαι
- ασπάζομαι
- αστειεύομαι
- αστυνομοκρατούμαι
- ασχολιέμαι
- ασχολούμαι
- αυθυποβάλλομαι
- αυνανίζομαι
- αυταπατώμαι
- αυτιάζομαι
- αυτοδιαφημίζομαι
- αυτοδιοικούμαι
- αυτοδυσφημίζομαι
- αυτοθαυμάζομαι
- αυτοθυσιάζομαι
- αυτοϊκανοποιούμαι
- αφηγούμαι
- αφοσιώνομαι
- αφουγκράζομαι
- αφτιάζομαι