follow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | follow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | follows |
αόριστος | followed |
παθητική μετοχή | followed |
ενεργητική μετοχή | following |
Ρήμα
επεξεργασίαfollow (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ακολουθώ, παρακολουθώ, πηγαίνω πίσω από κάποιον ή κάτι
- ⮡ You go ahead and I will follow you.
- Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε ακολουθήσω.
- ⮡ You go ahead and I will follow you.