ύπνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ύπνος | οι | ύπνοι |
γενική | του | ύπνου | των | ύπνων |
αιτιατική | τον | ύπνο | τους | ύπνους |
κλητική | ύπνε | ύπνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ύπνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὕπνος < πρωτοελληνική *húpnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *supnós < *swep- (κοιμάμαι) + *-nós
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαύπνος αρσενικό
- η περιοδική κατάσταση κατά την οποία οι φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού ενός ανθρώπου ή ζώου επιβραδύνονται και το πνεύμα έχει μειωμένη συνείδηση του εαυτού του και μειωμένη επαφή με το περιβάλλον
Εκφράσεις
επεξεργασία- δε μου κολλάει ύπνος': αδυνατώ να κοιμηθώ. Ζέστη έκαμνε ένα βράδυ του Αυγούστου και δε μας κολλούσε ύπνος. (Γιάννης Ξανθούλης (1987), Το πεθαμένο λικέρ [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ύπνος
|