ψήνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψήνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψήνω (και ψένω) < από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος του αρχαίου ἕψω (μαγειρεύω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpsi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψή‐νο
Ρήμα
[επεξεργασία]ψήνω, αόρ.: έψησα, παθ.φωνή: ψήνομαι, π.αόρ.: ψήθηκα, μτχ.π.π.: ψημένος
- επεξεργάζομαι κάτι εκθέτοντάς το στη φωτιά
- παρασκευάζω φαγητό ή ποτό βάζοντάς το στη φωτιά απευθείας ή σε κάποιο σκεύος
- ⮡ Το φαγητό ψήνεται στους 200 βαθμούς για δύο ώρες.
- → δείτε και μαγειρεύω
- για φαγητό που ετοιμάζεται στο φούρνο ή στα κάρβουνα
- (για μέταλλο) το σκληρύνω, βυθίζοντάς το σε κρύο νερό αμέσως μετά την έξοδό του από τον φούρνο, ώστε να σκληρυνθεί και να γίνει ταυτόχρονα ελαστικό
- (μεταφορικά) με ζεσταίνει υπερβολικά κάτι
- (κατ’ επέκταση) έχω υπερβολικά μεγάλη θερμοκρασία σώματος
- ⮡ ψήνομαι στον πυρετό
- (μεταφορικά) βασανίζω, τυραννώ, ταλαιπωρώ, κυρίως με έκθεση σε μεγάλες θερμοκρασίες
- ⮡ Οι οικοδόμοι ψήνονται κάτω από τον καυτό ήλιο.
- (μεταφορικά) πείθω κάποιον επιδέξια να κάνει αυτό που θέλω
- → δείτε και το παθητικό ψήνομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψήνω | έψηνα | θα ψήνω | να ψήνω | ψήνοντας | |
β' ενικ. | ψήνεις | έψηνες | θα ψήνεις | να ψήνεις | ψήνε | |
γ' ενικ. | ψήνει | έψηνε | θα ψήνει | να ψήνει | ||
α' πληθ. | ψήνουμε | ψήναμε | θα ψήνουμε | να ψήνουμε | ||
β' πληθ. | ψήνετε | ψήνατε | θα ψήνετε | να ψήνετε | ψήνετε | |
γ' πληθ. | ψήνουν(ε) | έψηναν ψήναν(ε) |
θα ψήνουν(ε) | να ψήνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έψησα | θα ψήσω | να ψήσω | ψήσει | ||
β' ενικ. | έψησες | θα ψήσεις | να ψήσεις | ψήσε | ||
γ' ενικ. | έψησε | θα ψήσει | να ψήσει | |||
α' πληθ. | ψήσαμε | θα ψήσουμε | να ψήσουμε | |||
β' πληθ. | ψήσατε | θα ψήσετε | να ψήσετε | ψήστε | ||
γ' πληθ. | έψησαν ψήσαν(ε) |
θα ψήσουν(ε) | να ψήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψήσει | είχα ψήσει | θα έχω ψήσει | να έχω ψήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψήσει | είχες ψήσει | θα έχεις ψήσει | να έχεις ψήσει | έχε ψημένο | |
γ' ενικ. | έχει ψήσει | είχε ψήσει | θα έχει ψήσει | να έχει ψήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψήσει | είχαμε ψήσει | θα έχουμε ψήσει | να έχουμε ψήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψήσει | είχατε ψήσει | θα έχετε ψήσει | να έχετε ψήσει | έχετε ψημένο | |
γ' πληθ. | έχουν ψήσει | είχαν ψήσει | θα έχουν ψήσει | να έχουν ψήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ψημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ψημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ψημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ψημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψήνομαι | ψηνόμουν(α) | θα ψήνομαι | να ψήνομαι | ||
β' ενικ. | ψήνεσαι | ψηνόσουν(α) | θα ψήνεσαι | να ψήνεσαι | ||
γ' ενικ. | ψήνεται | ψηνόταν(ε) | θα ψήνεται | να ψήνεται | ||
α' πληθ. | ψηνόμαστε | ψηνόμαστε ψηνόμασταν |
θα ψηνόμαστε | να ψηνόμαστε | ||
β' πληθ. | ψήνεστε | ψηνόσαστε ψηνόσασταν |
θα ψήνεστε | να ψήνεστε | (ψήνεστε) | |
γ' πληθ. | ψήνονται | ψήνονταν ψηνόντουσαν |
θα ψήνονται | να ψήνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψήθηκα | θα ψηθώ | να ψηθώ | ψηθεί | ||
β' ενικ. | ψήθηκες | θα ψηθείς | να ψηθείς | ψήσου | ||
γ' ενικ. | ψήθηκε | θα ψηθεί | να ψηθεί | |||
α' πληθ. | ψηθήκαμε | θα ψηθούμε | να ψηθούμε | |||
β' πληθ. | ψηθήκατε | θα ψηθείτε | να ψηθείτε | ψηθείτε | ||
γ' πληθ. | ψήθηκαν ψηθήκαν(ε) |
θα ψηθούν(ε) | να ψηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψηθεί | είχα ψηθεί | θα έχω ψηθεί | να έχω ψηθεί | ψημένος | |
β' ενικ. | έχεις ψηθεί | είχες ψηθεί | θα έχεις ψηθεί | να έχεις ψηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψηθεί | είχε ψηθεί | θα έχει ψηθεί | να έχει ψηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψηθεί | είχαμε ψηθεί | θα έχουμε ψηθεί | να έχουμε ψηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψηθεί | είχατε ψηθεί | θα έχετε ψηθεί | να έχετε ψηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψηθεί | είχαν ψηθεί | θα έχουν ψηθεί | να έχουν ψηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψημένος - είμαστε, είστε, είναι ψημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψημένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψήνω
Πηγές
[επεξεργασία]- ψήνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)