ουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουσία | οι | ουσίες |
γενική | της | ουσίας | των | ουσιών |
αιτιατική | την | ουσία | τις | ουσίες |
κλητική | ουσία | ουσίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουσία < αρχαία ελληνική οὐσία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουσία θηλυκό
- κάθε τι υλικό, συνήθως σε ρευστή μορφή
- το σύνολο των στοιχείων από τα οποία αποτελείται κάτι και καθορίζουν την ύπαρξή του
- το κεντρικό σημείο, ο πυρήνας ενός θέματος, μιας συζήτησης, ενός πράγματος
- το αληθινό περιεχόμενο, το σημαντικό στοιχείο
- ≈ συνώνυμα: νόημα, σπουδαιότητα
- η ουσία της ζωής / της εργασίας / της συντροφικότητας
- ≈ συνώνυμα: νόημα, σπουδαιότητα
- το πιο θρεπτικό ή γευστικό στοιχείο της τροφής
- χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία το φαγητό
- (φιλοσοφία):
- οτιδήποτε στοιχειοθετεί τη σταθερή φύση των πραγμάτων, ανεξάρτητα από τις μεταβολές που υφίστανται ή τις πολλαπλές μορφές που μπορεί να έχουν
- (Αριστοτέλης) η κατηγορία που καθορίζει την ύπαρξη ενός πράγματος και δεν εξαρτάται από τα συμβεβηκότα του
- (πληθυντικός) οι παράνομες εξαρτησιογόνες ουσίες, τα ναρκωτικά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- επί της ουσίας : σε ό,τι αφορά τον πυρήνα ενός θέματος
- η ουσία είναι... : το πιο σημαντικό είναι...
- κατ’ ουσίαν : στην πραγματικότητα
- στην ουσία : στην πραγματικότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ουσία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουσία
|