γίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γίνομαι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γίνομαι < αρχαία ελληνική γίγνομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʝi.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γί‐νο‐μαι

γίνομαι, στ.μέλλ.: θα γίνω/γινώ/γενώ, π.αόρ.: έγινα/γίνηκα, μτχ.π.π.: γινωμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. λαβαίνω υπόσταση, ζωή, ύπαρξη
  2. αποκτώ μια ιδιότητα
    ⮡  Έγινε κατακόκκινος από την ντροπή του.
    ※  "Μακάρι να γινόμουνα κι εγώ δασκάλα", της έλεγε. ((Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα]))
  3. ετοιμάζομαι, ολοκληρώνομαι
    ⮡  Ακόμα να γίνει το φαγητό.
  4. (στο γ πρόσωπο) συμβαίνω
    ⮡  Αυτά έγιναν χτες στο γήπεδο.
  5. (στο γ πρόσωπο ενικού) είναι δυνατόν
    ⮡  Γίνεται να συναντηθούμε κατά τις τρεις αντί στις δύο που είχαμε πει;

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



γίνομαι

ζητούμενο λήμμα



γίνομαι

  1. (ελληνιστική κοινή) μεταγενέστερη μορφή του γίγνομαι
    σύνθετα:  ἐκγίνομαι, ἐπιγίνομαι και συμποτιγίνομαι
  2. ιωνικός τύπος του γίγνομαι