συγκριτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]συγκριτικός • (sygkritikós) m (feminine συγκριτική, neuter συγκριτικό)
- (grammar) comparative
- συγκριτικός βαθμός του επιθέτου (the comparative degree of the adjective)
Declension
[edit]Declension of συγκριτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συγκριτικός • | συγκριτική • | συγκριτικό • | συγκριτικοί • | συγκριτικές • | συγκριτικά • |
genitive | συγκριτικού • | συγκριτικής • | συγκριτικού • | συγκριτικών • | συγκριτικών • | συγκριτικών • |
accusative | συγκριτικό • | συγκριτική • | συγκριτικό • | συγκριτικούς • | συγκριτικές • | συγκριτικά • |
vocative | συγκριτικέ • | συγκριτική • | συγκριτικό • | συγκριτικοί • | συγκριτικές • | συγκριτικά • |
See also
[edit]- θετικός (thetikós, “positive”)
- υπερθετικός (yperthetikós, “superlative”)
Noun
[edit]συγκριτικός • (sygkritikós) m (plural συγκριτικοί)
- (grammar) comparative
- ο θετικός, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός (the positive, the comparative and superlative)
Declension
[edit]Declension of συγκριτικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκριτικός • | συγκριτικοί • |
genitive | συγκριτικού • | συγκριτικών • |
accusative | συγκριτικό • | συγκριτικούς • |
vocative | συγκριτικέ • | συγκριτικοί • |