συγκριτικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συγκριτικός (sygkritikósm (feminine συγκριτική, neuter συγκριτικό)

  1. (grammar) comparative
    συγκριτικός βαθμός του επιθέτου (the comparative degree of the adjective)

Declension

[edit]

See also

[edit]

Noun

[edit]

συγκριτικός (sygkritikósm (plural συγκριτικοί)

  1. (grammar) comparative
    ο θετικός, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός (the positive, the comparative and superlative)

Declension

[edit]