state
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
state | states |
state (en)
- το κράτος, η πολιτεία, μια οργανωμένη πολιτική οντότητα που σχηματίζει ολόκληρη τη χώρα
- ⮡ There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
- Υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.
- ⮡ the Greek State - η Ελληνική Πολιτεία
- ⮡ There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
- η πολιτεία, οργανωμένη πολιτική οντότητα που αποτελεί μέρος μιας χώρας
- ⮡ the United States of America - οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
- (μη μετρήσιμο, ενικός) το κράτος, η κυβέρνηση μιας χώρας
- ⮡ the relations between church and state - οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας
- η κατάσταση, ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάποιος ή κάτι, σε ορισμένη χρονική στιγμή
- (επιστήμη) η κατάσταση, η γενική μορφή με την οποία παρουσιάζεται ένα υλικό σώμα
- ⮡ Ice is water in a solid state.
- Ο πάγος είναι νερό σε στερεά κατάσταση.
- ⮡ Ice is water in a solid state.
- (στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων) βλ. relation state ή relation instance[1]
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | state |
γ΄ ενικό ενεστώτα | states |
αόριστος | stated |
παθητική μετοχή | stated |
ενεργητική μετοχή | stating |
state (en)
- δηλώνω, γράφω επίσημα ή λέω κάτι, ειδικά με προσεκτικό και ξεκάθαρο τρόπο
- ⮡ He stated he would vote against us.
- Δήλωσε ότι θα ψήφιζε εναντίον μας.
- ⮡ He stated he would vote against us.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 20. Προσπέλαση 2020-02-06