Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
state states

state (en)

  1. το κράτος, η πολιτεία, μια οργανωμένη πολιτική οντότητα που σχηματίζει ολόκληρη τη χώρα
    ⮡  There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
    Υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.
    ⮡  the Greek State - η Ελληνική Πολιτεία
  2. η πολιτεία, οργανωμένη πολιτική οντότητα που αποτελεί μέρος μιας χώρας
    ⮡  the United States of America - οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
  3. (μη μετρήσιμο, ενικός) το κράτος, η κυβέρνηση μιας χώρας
    ⮡  the relations between church and state - οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας
  4. η κατάσταση, ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάποιος ή κάτι, σε ορισμένη χρονική στιγμή
    ⮡  My aunt couldn't walk up the stairs in her state.
    Η θεία μου δεν μπορούσε να ανεβαίνει τις σκάλες στην κατάστασή της.
    ⮡  the state of public education - η κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης
     συνώνυμα: condition, status
  5. (επιστήμη) η κατάσταση, η γενική μορφή με την οποία παρουσιάζεται ένα υλικό σώμα
    ⮡  Ice is water in a solid state.
    Ο πάγος είναι νερό σε στερεά κατάσταση.
  6. (στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων) βλ. relation state ή relation instance[1]

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας state
γ΄ ενικό ενεστώτα states
αόριστος stated
παθητική μετοχή stated
ενεργητική μετοχή stating

state (en)

  • δηλώνω, γράφω επίσημα ή λέω κάτι, ειδικά με προσεκτικό και ξεκάθαρο τρόπο
    ⮡  He stated he would vote against us.
    Δήλωσε ότι θα ψήφιζε εναντίον μας.

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 20. Προσπέλαση 2020-02-06