Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sense senses

sense (en)

  1. (μόνο ενικός) το αίσθημα, η αίσθηση, η συναίσθηση, μια αντίληψη για κάτι· η ικανότητα να κρίνω κάτι
    He has a sense of humor.
    Έχει αίσθημα χιούμορ.
    I have no sense of direction.
    Δεν έχω αίσθημα προσανατολισμού.
    He seemed to have no sense of the danger.
    Φαινόταν να μην έχει αίσθηση του κινδύνου.
    He has lost sense of reality.
    Έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας.
    He has no sense of beauty/time.
    Δεν έχει αίσθηση/συναίσθηση του ωραίου/του χρόνου.
    He remains sober even when everyone around him loses all sense of control.
    Παραμένει νηφάλιος ακόμη και όταν όλοι γύρω του χάνουν κάθε έλεγχο της λογικής.
  2. (μη μετρήσιμο) το νόημα, η εξυπνάδα, λογικός, καλή κατανόηση και κρίση· η γνώση του τι είναι λογική ή πρακτική συμπεριφορά
    What’s the sense in going?
    Τι νόημα έχει να πάμε;
    There’s no sense in continuing the fight.
    Δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε τον αγώνα.
    If you had the sense to accept their offer…
    Αν είχες την εξυπνάδα να δεχτείς την προφορά τους…
    There’s a lot of sense in what he says.
    Είναι πολύ λογικά αυτά που λέει.
  3. η έννοια, το νόημα, η λογική, η σημασία που έχει μια λέξη ή φράση· ένας τρόπος να καταλάβω κάτι
    a word with several senses - μια λέξη με πολλές έννοιες/σημασίες
    the sense of a word - το νόημα μιας λέξης
    in the broadest sense of the word - με την πιο πλατιά έννοια της λέξης
    in the strict sense of the word - με τη στενή/την αυστηρή έννοια της λέξης
    There’s no sense in what you’re saying.
    Δεν υπάρχει λογική σ' αυτά που λέει.
    He is an idiot in every sense of the word.
    Είναι ένας βλάκας με όλη τη σημασία της λέξης.
    What you say is true in a sense.
    Αυτά που λες είναι αλήθεια κατά μία άποψη.
    in the literal sense - στην κυριολεξία
     συνώνυμα:  meaning και use
  4. η αίσθηση, η λειτουργία του οργανισμού με την οποία προσλαμβάνονται τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος (όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση)
    the five senses - οι πέντε αισθήσεις
    I have a keen sense of hearing/smell.
    Έχω οξεία ακοή/όσφρηση.
  5. το αίσθημα, η αίσθηση, η συναίσθηση, ένα συναίσθημα για κάτι σημαντικό
    He got the sense that his presence was unwelcome.
    Είχε το αίσθημα ότι η παρουσία του ήταν ανεπιθύμητη.
    I’m getting the sense that you’re telling me lies.
    Έχω την αίσθηση ότι μου λες ψέματα.
    She has a sense of responsibility.
    Έχει αίσθημα/συναίσθηση ευθύνης.
    He has no sense of shame.
    Δεν έχει συναίσθημα ντροπής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη feeling
  6. (μόνο πληθυντικός) τα λογικά, μια φυσιολογική ψυχική κατάσταση· η ικανότητα να σκέφτεται καθαρά
    He’s coming to his senses.
    Έρχεται στα λογικά του.
    You brought him to his senses
    Τον έφερες στα λογικά του.

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας sense
γ΄ ενικό ενεστώτα senses
αόριστος sensed
παθητική μετοχή sensed
ενεργητική μετοχή sensing

sense (en)

  • έχω το αίσθημα, διαισθάνομαι, αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι κάτι παρόλο που δεν μπορώ να το δω, να το ακούσω κτλ.
    He sensed that his presence what unwelcome.
    Διαισθάνθηκε/Είχε το αίσθημα ότι η παρουσία του ήταν ανεπιθύμητη.
    I sense danger.
    Αισθάνομαι κίνδυνο.
     συνώνυμα: feel