palisade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
palisade | palisades |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpalisade (en)
- η πασσαλοστοιχία, η υλοστοιχία· φράκτης αποτελούμενος από μεγάλους πασσάλους
ενικός | πληθυντικός |
palisade | palisades |
palisade (en)