Ετυμολογία

επεξεργασία
discrétion < λατινική discretio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dis.kʁe.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
discrétion discrétions

discrétion (fr) θηλυκό