Ετυμολογία

επεξεργασία
ahead of < → δείτε τις λέξεις ahead και of

  Πρόθεση

επεξεργασία

ahead of (en)

  1. μπροστά, ενώπιόν του κάποιου, κάποιον ή κάτι είναι πιο μπροστά στο χώρο ή στο χρόνο από κάποιον ή κάτι
    ⮡  Look ahead of you!
    Κοίτα μπροστά σου!
    ⮡  He has his whole life ahead of him.
    Έχει όλη τη ζωή μπροστά του.
     συνώνυμα:  in front of και before
  2. περνάω, είμαι πιο προχωρημένος από κάποιον ή κάτι, για παράδειγμα σε έναν αγώνα ή διαγωνισμό
    ⮡  He is ahead of all in his class.
    Τους πέρασε όλους στην τάξη του.