πέφτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πέφτω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική πίπτω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπέφτω
- μεταβάλλεται το υψόμετρο στο οποίο βρίσκομαι λόγω της βαρύτητας
- αν το αφήσεις θα πέσει στο πάτωμα
- φόρα καμιά ζώνη γιατί έχεις αδυνατίσει και σου πέφτει το παντελόνι
- (μεταφορικά) μειώνεται η τιμή μου
- έπεσε η τιμή της βενζίνης για μια μέρα και μετά ανέβηκε πάλι
- όλο το βράδυ φύσαγε και η θερμοκρασία (ή το θερμόμετρο) έπεσε κάτω από το μηδέν
- ξαπλώνω
- ※ Δεν πρόφτασα να πέσω, κι ο ύπνος με κυρίεψε. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
- σκοτώνομαι (σε πόλεμο)
- Μα ήταν αποφασισμένοι να μην παραδοθούν, και να πέσουν πολεμώντας σαν παλικάρια. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- ορμώ σε κάποιον, χιμάω σε κάποιον, επιτίθεμαι σε κάποιον
- μια κουβέντα είπα και πέσανε πάνω μου να με φάνε (μου επιτέθηκαν λεκτικά με σφοδρότητα)
- ξεκολλάω, βγαίνω από τη θέση μου
- είχανε αρχίσει να της πέφτουν τα μαλλιά εξαιτίας της χημειοθεραπείας
- (μεταφορικά) (για τοποθεσίες και χρονικές περιόδους) είμαι, βρίσκομαι (χρονικά ή τοπικά αντίστοιχα)
- προς τα που πέφτει η Αλόννησος;
- φέτος το Πάσχα έπεσε νωρίς
- (μεταφορικά) υποχωρώ, υποκύπτω
- σταματάω να λειτουργώ (λόγω βλάβης ή άλλου προβλήματος), διακόπτομαι
- έπεσε το ρεύμα σε όλο το χωριό
- έπεσε η σύνδεσή μου (στο Διαδίκτυο) για τρίτη φορά απόψε
- έχω κάποια ιδιότητα (μέγεθος, ηλικία, κοινωνική θέση κλπ) η οποία συγκρινόμενη με την αντίστοιχη ιδιότητα άλλου αποδεικνύεται ανεπαρκής ή υπερβολική
- Αυτό το παντελόνι μού πέφτει λίγο μεγάλο.
- Δεν της πέφτει μεγαλούτσικος ο αρραβωνιαστικός της;
- Τι θα ήθελες να έχεις; Μερσεντές; Βολέψου με το Φιατάκι και πολύ σου πέφτει.
Εκφράσεις
επεξεργασία- την πέφτω (σε κάποιον ή κάποια)
- επιτίθεμαι
- βγαίναμε από το μπαράκι και μας την πέσανε δυο φουσκωτοί
- φλερτάρω
- της την έπεσε και την έριξε
- επιτίθεμαι
- δε μου(/σου/του) πέφτει λόγος: δε με(/σε/τον/την) αφορά
- δεν αφήνω κουβέντα (ή τίποτα) να πέσει κάτω (ή στο πάτωμα, στο χώμα): 1. τα παίρνω όλα όσα ακούω στα σοβαρά
- πέφτει χιόνι/βροχή/χαλάζι/ξύλο/μπουνίδι
- πέφτει ξύλο/μπουνίδι
- πέφτει γραμμή/σύρμα
- πέφτω από τα σύννεφα: ξαφνιάζομαι
- πέφτω έξω: 1. αποτυγχάνω σε προβλέψεις 2. αποτυγχάνω οικονομικά, πτωχεύω
- πέφτω μέσα: επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις μου
- πέφτω σε αντιφάσεις: αντιφάσκω
- πέφτω σε λάθη: κάνω λάθη
- πέφτω στα χέρια κάποιου: υποδουλώνομαι, κυριεύομαι, βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
- πέφτω στην περίπτωση (συνήθως στον αόριστο)
- μου έπεσαν τα μαλλιά: λέγεται όταν ακούμε κάτι που είναι απίστευτο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πέφτω | έπεφτα | θα πέφτω | να πέφτω | πέφτοντας | |
β' ενικ. | πέφτεις | έπεφτες | θα πέφτεις | να πέφτεις | πέφτε | |
γ' ενικ. | πέφτει | έπεφτε | θα πέφτει | να πέφτει | ||
α' πληθ. | πέφτουμε | πέφταμε | θα πέφτουμε | να πέφτουμε | ||
β' πληθ. | πέφτετε | πέφτατε | θα πέφτετε | να πέφτετε | πέφτετε | |
γ' πληθ. | πέφτουν(ε) | έπεφταν πέφταν(ε) |
θα πέφτουν(ε) | να πέφτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έπεσα | θα πέσω | να πέσω | πέσει | ||
β' ενικ. | έπεσες | θα πέσεις | να πέσεις | πέσε | ||
γ' ενικ. | έπεσε | θα πέσει | να πέσει | |||
α' πληθ. | πέσαμε | θα πέσουμε | να πέσουμε | |||
β' πληθ. | πέσατε | θα πέσετε | να πέσετε | πέστε | ||
γ' πληθ. | έπεσαν πέσαν(ε) |
θα πέσουν(ε) | να πέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πέσει | είχα πέσει | θα έχω πέσει | να έχω πέσει | ||
β' ενικ. | έχεις πέσει | είχες πέσει | θα έχεις πέσει | να έχεις πέσει | ||
γ' ενικ. | έχει πέσει | είχε πέσει | θα έχει πέσει | να έχει πέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πέσει | είχαμε πέσει | θα έχουμε πέσει | να έχουμε πέσει | ||
β' πληθ. | έχετε πέσει | είχατε πέσει | θα έχετε πέσει | να έχετε πέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πέσει | είχαν πέσει | θα έχουν πέσει | να έχουν πέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πεσμένος - είμαστε, είστε, είναι πεσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πεσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πεσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πεσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πεσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πεσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πεσμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πέφτω
πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι
πέφτω έξω